O Ευρωπαϊκός Νότος δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο κάθε αναγνώστης έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.


Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Διευρύνεται η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ

Το κτίριο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). ΑΠΕ/ΜΠΕ/ΑΠΕ/ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας.Κατά 6,6 φορές μεγαλύτερο ήταν πέρυσι το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού της χώρας σε σχέση με εκείνο του φτωχότερου πληθυσμού, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ που μετρά τη σχετική ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος. Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω μειώθηκε κατά 0,2 γονάδες σε σχέση με το 2015 και διαμορφώνεται στο 3,9 (4,1 το 2015), ενώ μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών διαμορφώνεται στο 7,5 παρουσιάζοντας μικρή άνοδο σε σχέση με το 2015, που ήταν στο 7,4. Από το 1994, έτος κατά το οποίο άρχισε η έρευνα, η συνολική ανισότητα γειώθηκε κατά 3,1 ποσοστιαίες γονάδες (37,4% το 1994). Σύμφωνα επίσης με την ΕΛΣΤΑΤ, τα στοιχεία της κατανομής του εισοδήματος σε τεταρτημόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήματος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα)
τμήματα του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, από τη συγκεκριμένη κατανομή προκύπτουν τα εξής: *το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα, κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αμετάβλητο σε σχέση με το 2015. *το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 47,2% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αμετάβλητο σε σχέση με το 2015. *το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 43,9% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αμετάβλητο σε σχέση με το 2015. *το υψηλότερο αττικό ετήσιο εισόδημα για το 1ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 4.930 ευρώ. *το χαμηλότερο αττικό ετήσιο εισόδημα για το 4ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 11.000 ευρώ. Το 35,6% του πληθυσμού της χώρας βρίσκονταν το 2016 σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ Το 35,6% του πληθυσμού της χώρας ή 3.789.300 άτομα βρίσκονταν πέρυσι σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, παρουσιάζοντας μικρή μείωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά (3.828.500 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 35,7% του πληθυσμού). Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.500 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.450 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της εκτιμάται σε 14.932 ευρώ. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (39,7%) και εκτιμάται για τους Έλληνες σε 38% και για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα σε 59,7%. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 832.065 σε σύνολο 4.168.784 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.262.808 στο σύνολο των 10.651.929 ατόμων του πληθυσμού της χώρας. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 26,3%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2015. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 12,4% παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2015. Αύξηση σε σχέση με το 2015 σημείωσε το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται από τη φτώχεια ως προς το σύνολο του πληθυσμού, στη περίπτωση των: *Εργαζομένων γυναικών κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες (12,3%) *Ανέργων κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες (47,1%). Η αύξηση αφορά και τα δύο φύλα, με μεγαλύτερη αυτή των γυναικών *Νοικοκυριών με δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες (32%) *Νοικοκυριών με δύο ενήλικες κάτω των 65 ετών κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες (20,1%) Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 52,9%, ενώ όταν περιλαμβάνονται μόνον οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα μειώνεται στο 25,2%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το ΕΚΑΣ, το επίδομα μακροχρόνια ανέργων κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές. Τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,0 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 27,7 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 31,7 ποσοστιαίες μονάδες. Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 34,1% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 86,9%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 13,1%. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους ανέρχεται σε 14,1% και σε σχέση με το 2015 εμφανίζεται στα ίδια επίπεδα στην περίπτωση των ανδρών, ενώ είναι αυξημένο στην περίπτωση των γυναικών (15,3% και 12,3% αντίστοιχα). Για τους ανέργους, , ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 47,1%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,9% και 42,4% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) έχει μειωθεί κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες και ανέρχεται σε 25,4%. Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 12,2%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 30,3%. Σε σύγκριση με άλλες χώρες που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2016, η Ελλάδα βρίσκεται στην 3η χειρότερη θέση (35,6%) για τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, μετά από τη Βουλγαρία (40,4%) και τη Ρουμανία (38,8%). Ακολουθούν, η Λετονία (28,5%), η Ισπανία (27,9%), η Ουγγαρία (26,3%), το Βέλγιο (20,7%), η Αυστρία (18%) και η Φινλανδία (16,6%). Το 12,6% του πληθυσμού της χώρας αντιστοιχούσε πέρυσι σε παιδιά ηλικίας 0-12 ετών σύμφωνα με στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ Το 12,6% του πληθυσμού της χώρας αντιστοιχούσε πέρυσι σε παιδιά ηλικίας 0-12 ετών (1.343.990 παιδιά), τα οποία διαβιούν σε 863.315 νοικοκυριά (20,7% των νοικοκυριών της χώρας). Αυτό αναφέρεται σε έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την πρόσβαση σε υπηρεσίες φροντίδας παιδιών έως 12 ετών, εκπαίδευσης και κατάρτισης, διά βίου μάθησης, υγειονομικής περίθαλψης και φροντίδας κατ’ οίκον, από την οποία προκύπτουν μεταξύ άλλων και τα εξής: *Το 60,6% των νοικοκυριών με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας 0-12 ετών, δεν κάνει χρήση υπηρεσιών φύλαξης (523.453 νοικοκυριά). *Το 19,5% του πληθυσμού (2.078.214 άτομα) παρακολουθούσε κάποιο πρόγραμμα εκπαίδευσης. *Το 74% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω ((6.676.330 άτομα) δηλώνει πολύ καλή ή καλή υγεία, το 15,7% (1.410.768 άτομα) μέτρια και το 10,3% (929.149 άτομα) κακή ή πολύ κακή υγεία. 23/06/2017 ΑΠΕ-ΜΠΕ Αθήνα, Greece

Πηγή: Διευρύνεται η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ http://mignatiou.com/2017/06/dievrinete-i-isodimatiki-anisotita-metaxi-plithismiakon-omadon-simfona-me-erevna-tis-elstat/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου