Η ING Groep NV είναι χρηματοπιστωτικό
ίδρυμα που εδρεύει στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες). Λόγω της παγκόσμιας
χρηματοπιστωτικής κρίσεως, η οποία άρχισε κατά τη διάρκεια του 2007, οι Κάτω
Χώρες έλαβαν μέτρα ενισχύσεως υπέρ της ING.
Στο πλαίσιο αυτό, το
κεφάλαιο της ING αυξήθηκε διά της εκδόσεως ενός δισεκατομμυρίου
τίτλων. Οι τίτλοι αυτοί, οι οποίοι δεν παρείχαν δικαίωμα ψήφου ούτε δικαίωμα μερίσματος
και οι οποίοι αναλήφθηκαν εξ ολοκλήρου από τις Κάτω Χώρες, με τιμή εκδόσεως 10
ευρώ ανά τίτλο, παρέσχαν στην ING τη
δυνατότητα να αυξήσει το βασικό κεφάλαιό της κατά 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Εξάλλου,
μια ανταλλαγή ταμειακών ροών αφορούσε, ως δεύτερο μέτρο ενισχύσεως,
ορισμένα
απομειωμένης αξίας στοιχεία του ενεργητικού, συναρτώμενα με χαρτοφυλάκιο τίτλων
εκδοθέντων επί ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χορηγηθέντων εντός των Ηνωμένων
Πολιτειών, του οποίου η αξία είχε μειωθεί σημαντικά.
Το 2008 και το 2009,
τα μέτρα αυτά ενισχύσεως εγκρίθηκαν προσωρινώς από την Επιτροπή, εν αναμονή της
υποβολής σχεδίου αναδιαρθρώσεως από τις ολλανδικές αρχές.
Στις 12 Μαΐου 2009,
το σχέδιο αυτό υποβλήθηκε στην Επιτροπή. Μετά από πολύμηνες συζητήσεις με την Επιτροπή,
ένα αναθεωρημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως, το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων,
τροποποίηση των όρων εξοφλήσεως της εισφοράς κεφαλαίου, υποβλήθηκε στις 22 Οκτωβρίου
2009.
Στις 18 Νοεμβρίου
2009, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση [1]. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σχέδιο αναδιαρθρώσεως
ήταν συμβατό με την κοινή αγορά, αλλά έκρινε συγχρόνως ότι η τροποποίηση των
όρων εξοφλήσεως συνεπαγόταν «πρόσθετη ενίσχυση ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ
περίπου».
Στις 28 Ιανουαρίου
2010, οι Κάτω Χώρες και η ING άσκησαν
προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
Με την απόφαση της
2ας Μαρτίου 2012 [2], το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει την επίδικη
απόφαση, κρίνοντας ιδίως ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει την
οικονομική ορθολογικότητα της τροποποιήσεως των όρων εξοφλήσεως υπό το πρίσμα
του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Προκειμένου να προσδιορισθεί το χορηγηθέν
πλεονέκτημα σε περίπτωση εισφοράς κεφαλαίου, το κριτήριο αυτό επιβάλλει να
λαμβάνεται υπόψη η διαφορά μεταξύ των όρων υπό τους οποίους το Δημόσιο χορήγησε
την εισφορά και των όρων υπό τους οποίους θα τη χορηγούσε ένας ιδιώτης
επενδυτής.
Στις 11 Μαΐου 2012,
η Επιτροπή άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου [3].
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο
απορρίπτει την αναίρεσή στο σύνολό της.
Η Επιτροπή υπενθυμίζει
ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή επί της συμπεριφοράς των
δημοσίων αρχών προσήκει μόνον όταν οι αρχές αυτές βρίσκονται σε παρεμφερή θέση
με αυτή στην οποία θα μπορούσαν να βρεθούν ιδιώτες επιχειρηματίες και
υποστηρίζει συγχρόνως ότι ένας ιδιώτης επενδυτής ουδέποτε θα βρισκόταν σε
κατάσταση που θα τον υποχρέωνε να παράσχει κρατική ενίσχυση στην ING.
Το Δικαστήριο απορρίπτει
το επιχείρημα αυτό και υπενθυμίζει ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή περιλαμβάνεται
στα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη της προκειμένου
να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως. Κατά συνέπεια, όταν το κριτήριο
του ιδιώτη επενδυτή μπορεί κατά τα φαινόμενα να έχει εφαρμογή, εναπόκειται στην
Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις
σχετικές πληροφορίες προκειμένου να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο
της κατ’ αρχήν δυνατότητας εφαρμογής όσο και της πραγματικής εφαρμογής του
κριτηρίου αυτού.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει,
στο πλαίσιο αυτό, ότι καθοριστική σημασία έχει το ζήτημα αν η τροποποίηση των
όρων εξοφλήσεως της εισφοράς κεφαλαίου ανταποκρίνεται σε ένα κριτήριο
οικονομικής ορθολογικότητας, οπότε ένας ιδιώτης επενδυτής θα μπορούσε επίσης να
δεχθεί μια τέτοια τροποποίηση, ιδίως διά της αυξήσεως των προοπτικών εξοφλήσεως
της εισφοράς αυτής.
Η Επιτροπή υποστηρίζει
επίσης ότι, ακόμη και αν κακώς έκρινε τους τροποποιημένους όρους εξοφλήσεως ως
κρατική ενίσχυση ή προσδιόρισε το ύψος της ενισχύσεως κατά τον τρόπο που το
έπραξε, το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να ακυρώσει ολόκληρο το σχετικό τμήμα
της αποφάσεως. Εκτιμά ότι η ακύρωση αυτή συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας,
δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση δεν διακρίνει μεταξύ των διαφόρων στοιχείων της
ενισχύσεως και ότι ο χαρακτηρισμός της εισφοράς κεφαλαίου και του μέτρου για τα
απομειωμένα στοιχεία του ενεργητικού ως κρατικής ενισχύσεως δεν αμφισβητήθηκε
από το Γενικό Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο
απορρίπτει και το επιχείρημα αυτό. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε
συναφώς ότι η ενίσχυση των 17 δισεκατομμυρίων ευρώ την οποία αφορά η επίδικη
απόφαση περιελάμβανε τα εξής ποσά: 1) την εισφορά κεφαλαίου, (10 δισεκατομμύρια
ευρώ), 2) την τροποποίηση των όρων εξοφλήσεως (περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ)
και 3) το μέτρο για τα απομειωμένα στοιχεία του ενεργητικού (5 δισεκατομμύρια
ευρώ). Ορθώς επομένως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η πρόσθετη ενίσχυση,
δηλαδή αυτή που αντιστοιχεί στην τροποποίηση των όρων εξοφλήσεως, αποτελεί
συστατικό στοιχείο της «ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως».
Ομοίως, το Δικαστήριο
απορρίπτει όλους τους άλλους λόγους αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή, ιδίως τους
αφορώντες την ανάλυση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο,
το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσει τις δεσμεύσεις που
προσέφεραν οι Κάτω Χώρες και η ING ή ακόμη
το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο διεύρυνε παρανόμως το αντικείμενο της
ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής.
[1] Απόφαση 2010/608/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την
κρατική ενίσχυση C 10/09 (πρώην N
138/09) που χορήγησαν οι Κάτω Χώρες για εγγυητική διευκόλυνση μη
ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων και σχέδιο αναδιάρθρωσης της ING (ΕΕ 2010, L 274, σ. 139).
[3] Λαμβάνοντας υπόψη της την απόφαση αυτή, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 11 Μαΐου
2012, την απόφαση C(2012) 3150 τελικό – Κρατική ενίσχυση SA.28855 (N 373/2009) (πρώην C
10/2009 και πρώην N 528/2009) – Κάτω Χώρες – ING –
Ενίσχυση αναδιαρθρώσεως. Στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή επανεξέτασε την
τροποποίηση των όρων εξοφλήσεως της εισφοράς κεφαλαίου υπό το πρίσμα του
κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας ιδιώτης
επενδυτής υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν θα δεχόταν τους νέους όρους
αυτούς. Η Επιτροπή αποφάσισε ως εκ τούτου ότι η εν λόγω τροποποίηση συνιστούσε
κρατική ενίσχυση, αλλά ότι, λαμβανομένων υπόψη των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι
Κάτω Χώρες, η εν λόγω ενίσχυση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά. Με δύο
προσφυγές που άσκησαν στις 23 Ιουλίου 2012 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
(υποθέσεις T‑325/12 και T‑332/12), οι Κάτω Χώρες και η ING
ζήτησαν την ακύρωση της νέας αποφάσεως. Οι δύο αυτοί διάδικοι παραιτήθηκαν όμως
από τις προσφυγές τους. Κατά συνέπεια, η νέα απόφαση κατέστη απρόσβλητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου