O Ευρωπαϊκός Νότος δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο κάθε αναγνώστης έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.


Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει την απόφαση της Επιτροπής κατά την οποία η μερική απαλλαγή από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας, την οποία η Αυστρία προτίθεται να χορηγήσει στις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, συνιστά απαγορευόμενη κρατική ενίσχυση



Η οδηγία περί των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας[1] προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτύχουν μέχρι το 2020 τους δεσμευτικούς εθνικούς τους στόχους όσον αφορά το μερίδιο της ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην τελική ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας. Η οδηγία καθορίζει τους στόχους αυτούς, αφήνει όμως στα κράτη μέλη την επιλογή των κατάλληλων μέσων για την επίτευξή τους.
Προς επίτευξη του εθνικού της στόχου του 34 %, η Αυστρία τροποποίησε τον νόμο της περί πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας το 2008. Το νέο κείμενο του νόμου εγγυάται σε κάθε παραγωγό πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας τη δυνατότητα διαθέσεως
της συνολικής ποσότητας της ως άνω ηλεκτρικής ενεργείας σε προκαθορισμένη τιμή. Η εν λόγω τιμή είναι μεγαλύτερη από την τιμή της ηλεκτρικής ενεργείας στην αγορά και καθορίζεται κάθε έτος από τον ομοσπονδιακό υπουργό οικονομίας. Οι σχετικές αγορές πραγματοποιούνται από ένα κέντρο διακανονισμού πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας, για την εκτέλεση δε της σχετικής αποστολής προβλέπεται παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας σε ανώνυμη εταιρία ιδιωτικού δικαίου, την Abwicklungsstelle für Ökostrom AG (ÖMAG) [2].
Η επιβάρυνση της ÖMAG για την αγορά πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας μετακυλίεται στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενεργείας με δύο διαφορετικούς τρόπους. Αφενός, κάθε τελικός καταναλωτής συνδεδεμένος με το δημόσιο δίκτυο πρέπει να καταβάλλει ετήσια συνεισφορά ανεξάρτητη από την κατανάλωσή του, η συνεισφορά δε αυτή μπορεί να ποικίλλει μεταξύ 15 και 15 000 ευρώ σε συνάρτηση με το επίπεδο της συνδέσεως με το δίκτυο. Αφετέρου, οι εταιρίες παροχής ηλεκτρικής ενεργείας υποχρεούνται να αγοράζουν από την ÖMAG το σύνολο της πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας σε προκαθορισμένη τιμή προβλεπόμενη με κανονιστική πράξη. Μπορούν να μετακυλίουν τη σχετική επιβάρυνση στους πελάτες τους.
Ωστόσο, με διάταξη του νόμου περί πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας, η οποία δεν έχει ακόμη αρχίσει να ισχύει, η Αυστρία προτίθεται να εισαγάγει ένα ειδικό καθεστώς για τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις[3]. Πράγματι, οι επιχειρήσεις αυτές λογίζονται ως ιδιαίτερα θιγόμενες από την επιβάρυνση λόγω πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας και ως ιδιαίτερα εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό. Έτσι, οι εκ μέρους των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων πληρωμές προς την ÖMAG περιορίζονται σε ποσό που αντιστοιχεί στο 0,5% της καθαρής αξίας παραγωγής του προηγούμενου ημερολογιακού έτους. Το ανώτατο όριο της υποχρεώσεως αγοράς των επιχειρήσεων δεν θα επηρεάζει το συνολικό ποσό που καταβάλλουν οι εταιρίες παροχής ηλεκτρικής ενεργείας στην ÖMAG, διότι αυτό που αλλάζει είναι μόνον η κατανομή του ως άνω ποσού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών καταναλωτών.
Κατά την Επιτροπή, τα προβλεπόμενα από τον αυστριακό νόμο μέτρα υπέρ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας δεν αποτελούν κρατικές ενισχύσεις και είναι σύμφωνα προς τις κατευθυντήριες γραμμές περί κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος.
Αντιθέτως, η Επιτροπή διαπίστωσε, με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, ότι το ειδικό καθεστώς για τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις είναι κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την εσωτερική αγορά. Εξ αυτού συνήγαγε ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορεί να χορηγηθεί[4].
Με τη σημερινή απόφασή του το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρίπτει την προσφυγή που άσκησε η Αυστρία κατά της αποφάσεως αυτής.
Κατά το Γενικό Δικαστήριο, δικαίως η Επιτροπή χαρακτήρισε κρατική ενίσχυση τη μερική απαλλαγή των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων[5].
Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι η μερική απαλλαγή συνεπαγόταν τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων. Πράγματι, η υποχρεωτική προσαύξηση της τιμής για την πράσινη ηλεκτρική ενεργεία, την οποία προβλέπει ο νόμος περί πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας, είναι παρόμοιος προς φόρο υπέρ τρίτων. Η ÖMAG δεν ενεργεί ούτε για δικό της λογαριασμό ούτε ελεύθερα, αλλά υπό τον αυστηρό έλεγχο του κράτους, στο πλαίσιο παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας και ως διαχειριστής ενισχύσεως χορηγούμενης μέσω κρατικών πόρων στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενεργείας. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η μερική απαλλαγή έχει τα χαρακτηριστικά πρόσθετης επιβαρύνσεως για το κράτος, καθόσον κάθε μείωση του ποσού του φόρου που βαρύνει τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις μπορεί να λογίζεται ότι συνεπάγεται απώλειες εσόδων του κράτους. Το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει εξάλλου ότι ο μηχανισμός της ενισχύσεως για την πράσινη ενεργεία, καθώς και αυτός της απαλλαγής υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων, θεσπίστηκαν με νόμο, οπότε το κράτος φέρει τη σχετική ευθύνη.
Επίσης ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η μερική αυτή απαλλαγή έχει παραχωρηθεί επιλεκτικά: πράγματι, το μέτρο εισάγει διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκόμενων, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να προκύπτει από τη φύση και την οικονομία του σχετικού συστήματος επιβαρύνσεων.
Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, όπως δέχεται και η Επιτροπή, η επίμαχη κρατική ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά.
Η ενίσχυση, μεταξύ άλλων, δεν είναι σύμφωνη προς τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος[6]. Ασφαλώς, σε αντίθεση με τα επιχειρήματα της Επιτροπής, η ενίσχυση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών. Ωστόσο, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, στη συνέχεια της αναλύσεώς της, ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών για να μπορεί να λογίζεται σύμφωνη προς την εσωτερική αγορά. Το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει στο πλαίσιο αυτό ότι η ως άνω μερική απαλλαγή δεν αποτελεί στοιχείο εναρμονίσεως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, της φορολογίας στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.


[1] Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ L 140, σ. 16).
[2] Από την απόφαση της Επιτροπής προκύπτει ότι το 49,6 % των μετοχών της ÖMAG κατείχαν μέτοχοι υπό δημόσιο έλεγχο και το 50,4 % μέτοχοι υπό ιδιωτικό έλεγχο. Κατά την ίδια απόφαση, η Επιτροπή δεν διέθετε καμία ένδειξη ότι οι μέτοχοι υπό δημόσιο έλεγχο μπορούσαν να ελέγχουν μόνοι τους (ή, έστω, από κοινού με άλλους) την ÖMAG.
[3] Σημειωτέον ότι ένα παρόμοιο καθεστώς ίσχυε στο πλαίσιο ενισχύσεων ύψους χαμηλότερου από το όριο μετά το οποίο κάθε ενίσχυση πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή (κανόνες «de minimis»).
[4] Απόφαση 2011/528/ΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 24/09 (πρώην N 446/08) – Κρατική ενίσχυση υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων, αυστριακός νόμος για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια (ΕΕ L 235, σ. 42).
[5] Για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό απαιτείται η συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων: Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές. Τρίτον, πρέπει να παρέχει ένα πλεονέκτημα στον εξ αυτής ωφελούμενο. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.
[6] ΕΕ 2008, C 82, σ. 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου