Ο Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) αποτελεί οργανισμό κοινής ωφελείας, ο οποίος ιδρύθηκε το 1988[1]
ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει εξ ολοκλήρου στο
Δημόσιο. Ο ΕΛΓΑ έχει ιδίως ως σκοπό την ασφάλιση της φυτικής και ζωικής
παραγωγής και του φυτικού και ζωικού κεφαλαίου των αγροτικών
εκμεταλλεύσεων όσον αφορά ζημίες οφειλόμενες σε φυσικούς κινδύνους.
H
ασφάλιση στον ΕΛΓΑ είναι υποχρεωτική, καλύπτει δε φυσικούς κινδύνους.
Στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων που είναι δικαιούχοι του
συστήματος ασφαλίσεως επιβάλλεται
ειδική εισφορά. Η εισφορά αυτή έχει
χαρακτήρα νομοθετικώς προβλεπομένης επιβαρύνσεως των αγορών και πωλήσεων
εγχώριων γεωργικών προϊόντων. Τα ποσοστά της ειδικής
ασφαλιστικής εισφοράς καθορίζονται από τους αρμόδιους υπουργούς και τα
έσοδα από την ειδική ασφαλιστική εισφορά εισπράττονται από τα δημόσια
ταμεία και εγγράφονται στον κρατικό προϋπολογισμό ως έσοδα του Δημοσίου.
Ο ΕΛΓΑ δεν έχει καμία περαιτέρω δυνατότητα
να επηρεάσει τον καθορισμό του ποσού της εισφοράς ή των αποζημιώσεων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πληροφορήθηκε σχετικά με τις αντισταθμιστικές πληρωμές ύψους
425 εκατομμυρίων ευρώ τις οποίες επρόκειτο να καταβάλει ο ΕΛΓΑ
κατόπιν διαμαρτυριών, τον Ιανουάριο του 2009, μεγάλου αριθμού Ελλήνων
παραγωγών γεωργικών προϊόντων, λόγω των ζημιών που είχαν υποστεί κατά το
έτος
2008 εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Τον Φεβρουάριο του
2009 οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι για τις εν λόγω
αντισταθμιστικές πληρωμές ο ΕΛΓΑ είχε συνάψει δάνειο ύψους 425
εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και δεύτερο δάνειο ύψους 444
εκατομμυρίων ευρώ, με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, και το οποίο πρέπει να αποπληρωθεί εντός δεκαετίας.
Στις 7 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την
απόφαση 2012/157/ΕΕ[2].
Έκρινε ότι πληρούται η προϋπόθεση περί υπάρξεως κρατικών πόρων όσον
αφορά, αφενός, τα έσοδα του ΕΛΓΑ από την ειδική ασφαλιστική εισφορά, και
αφετέρου τα δύο δάνεια που σηνήφθησαν με εγγύηση του Ελληνικού
Δημοσίου, για τις αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν κατά
τα έτη 2008 και 2009. H
Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επίμαχες
αποζημιώσεις ενδέχεται να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική
αγορά και να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο παρέχοντας επιλεκτικό
οικονομικό πλεονέκτημα στους έλληνες παραγωγούς σε σχέση με άλλους
παραγωγούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι δεν τυγχάνουν
της ιδίας στηρίξεως.
Ως εκ τούτου, η
Επιτροπή αποφάνθηκε ότι οι αντισταθμιστικές ενισχύσεις ύψους 349 493
652,03 ευρώ, οι οποίες χορηγήθηκαν για την αποκατάσταση ζημιών το 2008
στη φυτική
παραγωγή τηρούν τις σχετικές διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών και
του κανονισμού [1857/2006] και μπορούν, κατά συνέπεια, να θεωρηθούν
κρατικές ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά.
Όσον αφορά τις ενισχύσεις του 2009, η Επιτροπή έκρινε ότι η ανακοίνωση[3]
περί προσωρινού κοινοτικού πλαισίου για τη λήψη μέτρων κρατικής
ενίσχυσης, με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη
διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, το
οποίο ίσχυε από τις 17 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 27 Οκτωβρίου
2009, εξαιρούσε ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του τις επιχειρήσεις που
δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής.
Κατά
συνέπεια οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στους παραγωγούς γεωργικών
προϊόντων προ της 28ης Οκτωβρίου 2009 δεν ήταν σύμφωνες με το προσωρινό
κοινοτικό πλαίσιο ωστόσο
οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μετά τις 28 Οκτωβρίου 2009 πληρούσαν τις
προϋποθέσεις του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου και μπορούσαν να τύχουν
παρεκκλίσεως.
Η προσβαλλόμενη απόφαση όριζε ότι :
α) Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν το 2008 ύψους 349 493 652,03 ευρώ για
την αντιστάθμιση ζημιών στη φυτική παραγωγή, καθώς και για απώλειες στη
φυτική παραγωγή
που προξένησε η αρκούδα ύψους 91 500 ευρώ ήταν συμβατές με την
εσωτερική αγορά.
Οι ενισχύσεις που αντιστοιχούν στο υπόλοιπο ποσό των αντισταθμιστικών
ενισχύσεων που χορηγήθηκαν το 2008 στο πλαίσιο του συστήματος ειδικής
υποχρεωτικής ασφάλισης ήταν ασύμβατες με την εσωτερική αγορά.
β) Οι ενισχύσεις ύψους 27 614 905 ευρώ που χορηγήθηκαν το 2009 ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά.
Οι ενισχύσεις ύψους 387 404 547 ευρώ, που χορηγήθηκαν πριν την 28η Οκτωβρίου 2009, είναι ασύμβατες με την εσωτερική αγορά.
Η Επιτροπή συνέστησε στην Ελλάδα :
-να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση, από τους δικαιούχους,
των ασύμβατων ενισχύσεων συμπεριλαμβάνοντας τους τόκους από την
ημερομηνία κατά
την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της
πραγματικής τους ανάκτησης σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού
δικαίου εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής.
-να υποβάλει στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με το συνολικό ποσό που
θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο, λεπτομερή περιγραφή των
μέτρων που έχει
ήδη λάβει ή προγραμματίσει και έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχουν
κληθεί οι δικαιούχοι εντός προθεσμίας δύο μηνών,
Στις
8 Φεβρουαρίου 2012, η Ελλάδα ζήτησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την
ακύρωση της αποφάσεως. Με χωριστό δικόγραφο κατέθεσε αίτηση
ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την
αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως. Με τη διάταξή του της 19ης
Σεπτεμβρίου 2012, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση
ασφαλιστικών μέτρων, κρίνοντας ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες
προϋποθέσεις: η αίτηση ήταν δικαιολογημένη από πραγματικής και
νομικής απόψεως (fumus boni juris) και είχε τον χαρακτήρα του
επείγοντος.[4]
Προκειμένου να
επιτραπεί στην Ελλάδα να διασφαλίσει την κοινωνική γαλήνη και να
μπορέσει να συγκεντρώσει το δυναμικό των φορολογικών της υπηρεσιών στο
έργο που αυτή κρίνει
ως πρωταρχικής σημασίας ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε
την 20 Σεπτεμβρίου 2012 την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της
Επιτροπής μέχρι να εκδώσει το Γενικό Δικαστήριο την απόφασή του.
Προς
στήριξη του αιτήματός της ακυρώσεως η Ελλάδα προβάλει ποικίλους
λόγους : πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή της ΣΛΕΕ, πεπλανημένη
εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών
όσον αφορά τις πληρωμές του έτους 2009, παράβαση ουσιώδους τύπου της
διαδικασίας καθώς και ανεπαρκή αιτιολογία, κακή χρήση της διακριτικής
ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων,
παραβίαση πλειόνων γενικών αρχών του δικαίου λόγω
μη εφαρμογής του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου από 17ης Δεκεμβρίου
2008 στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρωτογενούς
γεωργικής παραγωγής, πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη κατά τον υπολογισμό και
κατά τον καθορισμό του ποσού των προς ανάκτηση
των ενισχύσεων.
Με την σημερινή του απόφαση, το έβδομο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου (Πρόεδρος : κ. Δικαστής
Van
der
Woude, Εισηγητής Δικαστής : κα. Wiszniewska-Bialecka) απορρίπτει
όλα τα επιχειρήματα που επικαλείται η Ελλάδα και την προσφυγή στο σύνολό της. Επικυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου